κολπαδόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπαδόρα οι κολπαδόρες
      γενική της κολπαδόρας των κολπαδόρων
    αιτιατική την κολπαδόρα τις κολπαδόρες
     κλητική κολπαδόρα κολπαδόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολπαδόρα < κολπαδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό

κολπαδόρα θηλυκό

  1. που πετυχαίνει το σκοπό της με κόλπα, δες επίσης κολπατζού
      Η μάνα μας ἦταν κολπαδόρα κι ἤξερε μέ τή γλώσσα της νά σέ περιχύνει μέ δάκρυα. Δέν ξέρω πῶς, πάντως τά κατάφερε. (Νίκος Μπακόλας, Χρονιές άγιες και άγριες: τα πρώτα πεζά, εκδ. Ελληνικά γράμματα, 1999)
  2. που έχει / κάνει / κινείται με κόλπα
      Η ρηχή και ως εκ τούτου "κολπαδόρα" εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά τα είχε όλα χθες, υπενθυμίζοντας στους απαισιόδοξους ότι δεν έχει ακόμη απαξιωθεί. (ΧΑ: Η Deutsche, οι αγορές και η αντίδραση, euro2day.gr, 22/1/2009 )
      Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαρίδη οριοθετούν τα διάφορα χρονικά συμφραζόμενα, ενώ η πρωτότυπη, κολπαδόρα μουσική του Βάϊου Πράπα, νευρική και συντονισμένη με το πνεύμα του κειμένου, αλλάζει το κλίμα της παράστασης. (Ο «αναρχικός» του Γιάννη Κακλέα είναι ένα ανοιχτό κάλεσμα σε εξέγερση, 2020mag.gr, 26/11/2021 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.