κολπατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολπατζής | οι | κολπατζήδες |
| γενική | του | κολπατζή | των | κολπατζήδων |
| αιτιατική | τον | κολπατζή | τους | κολπατζήδες |
| κλητική | κολπατζή | κολπατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κολπατζής αρσενικό (θηλυκό: κολπατζού)
- αυτός που επιτυγχάνει κάποιο σκοπό κάνοντας διάφορα κόλπα, τεχνάσματα ή και με γαλιφιές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.