εναλλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναλλακτικός | η | εναλλακτική | το | εναλλακτικό |
| γενική | του | εναλλακτικού | της | εναλλακτικής | του | εναλλακτικού |
| αιτιατική | τον | εναλλακτικό | την | εναλλακτική | το | εναλλακτικό |
| κλητική | εναλλακτικέ | εναλλακτική | εναλλακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναλλακτικοί | οι | εναλλακτικές | τα | εναλλακτικά |
| γενική | των | εναλλακτικών | των | εναλλακτικών | των | εναλλακτικών |
| αιτιατική | τους | εναλλακτικούς | τις | εναλλακτικές | τα | εναλλακτικά |
| κλητική | εναλλακτικοί | εναλλακτικές | εναλλακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναλλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναλλακτικός (που μετατρέπεται, ανώμαλος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική alternatif ή από την γαλλική alternative[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.na.la.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ναλ‐λα‐κτι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐αλ‐λα‐κτι‐κός
Επίθετο
εναλλακτικός, -ή, -ό
- ο ενδεχόμενος/δυνητικός αντικαταστάτης
- ο σύγχρονος, ο μη παραδοσιακός, ο καινοτόμος
Μεταφράσεις
εναλλακτικός
|
Αναφορές
- εναλλακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.