χαρτοπαιξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτοπαιξία | οι | χαρτοπαιξίες |
| γενική | της | χαρτοπαιξίας | των | χαρτοπαιξιών |
| αιτιατική | τη | χαρτοπαιξία | τις | χαρτοπαιξίες |
| κλητική | χαρτοπαιξία | χαρτοπαιξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοπαιξία (μαρτυρείται από το 1836)[1] < χαρτοπαίκ(της) + -σία (ξ < κ + σ), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cardplaying[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaɾ.to.peˈksi.a/
Ουσιαστικό
χαρτοπαιξία θηλυκό
Μεταφράσεις
χαρτοπαιξία
Αναφορές
- σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- χαρτοπαιξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.