trick

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
trick tricks

trick (en)

  1. το κόλπο
  2. (συνήθως ενικός) το κόλπο, ένας τρόπος να κάνω κάτι που λειτουργεί καλά· μια καλή μέθοδος
    The trick is to use both your hands.
    Το κόλπο είναι να χρησιμοποιήσεις και τα δύο χέρια.
    There’s a trick to tying knots.
    Θέλει κόλπο για να δέσεις κόμπους.

Ρήμα

ενεστώτας trick
γ΄ ενικό ενεστώτα tricks
αόριστος tricked
παθητική μετοχή tricked
ενεργητική μετοχή tricking

trick (en)

  • (μεταβατικό) εξαπατώ, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    I never imagined that he would trick me.
    Ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα με εξαπατούσε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη deceive

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.