κομπίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κομπίνα | οι | κομπίνες |
| γενική | της | κομπίνας | των | κομπίνων |
| αιτιατική | την | κομπίνα | τις | κομπίνες |
| κλητική | κομπίνα | κομπίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /komˈbi.na/
Ουσιαστικό
κομπίνα θηλυκό
- απατεώνικη ενέργεια ή επιχείρηση που αποσκοπεί στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου οφέλους
- (οικείο) θεριζοαλωνιστική μηχανή
Συγγενικά
- κομπιναδόρικα
- κομπιναδόρικος
- κομπιναδόρισσα
- κομπιναδόρος
- → δείτε τη λέξη δύο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.