τοξωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξωτός η τοξωτή το τοξωτό
      γενική του τοξωτού της τοξωτής του τοξωτού
    αιτιατική τον τοξωτό την τοξωτή το τοξωτό
     κλητική τοξωτέ τοξωτή τοξωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξωτοί οι τοξωτές τα τοξωτά
      γενική των τοξωτών των τοξωτών των τοξωτών
    αιτιατική τους τοξωτούς τις τοξωτές τα τοξωτά
     κλητική τοξωτοί τοξωτές τοξωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοξωτός < τόξο

Επίθετο

τοξωτός, -η, -ο

  • οτιδήποτε έχει καμπύλο σχήμα μορφής τόξου που εκτείνεται είτε σε τέταρτο κύκλου είτε περισσότερο, μη υπερβαίνοντας την ημιπεριφέρεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.