σκυμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυμμένος η σκυμμένη το σκυμμένο
      γενική του σκυμμένου της σκυμμένης του σκυμμένου
    αιτιατική τον σκυμμένο τη σκυμμένη το σκυμμένο
     κλητική σκυμμένε σκυμμένη σκυμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυμμένοι οι σκυμμένες τα σκυμμένα
      γενική των σκυμμένων των σκυμμένων των σκυμμένων
    αιτιατική τους σκυμμένους τις σκυμμένες τα σκυμμένα
     κλητική σκυμμένοι σκυμμένες σκυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκυμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου σκύβω

Μετοχή

σκυμμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.