ανακυρτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακυρτώνω < ανα- + κυρτώνω

Ρήμα

ανακυρτώνω[1] (παθητική φωνή: ανακυρτώνομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. ανακυρτώνω -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.