σκύβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκύβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκύ(φτω) με μεταπλασμό σε -βω < σκύπτω < αρχαία ελληνική κύπτω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsci.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκύβω

Ρήμα

σκύβω, αόρ.: έσκυψα, μτχ.π.π.: σκυμμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κλίνω το σώμα μου μπροστά, γέρνω προς τα κάτω
      Με πονάει η μέση μου και δεν μπορώ να σκύβω. ( Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι
     συνώνυμα: εγκύπτω

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.