κυρτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυρτώνω < αρχαία ελληνική κυρτόω / κυρτῶ < κυρτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ciɾˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυρτώνω

Ρήμα

κυρτώνω (παθητική φωνή: κυρτώνομαι)

  1. κάνω κάτι να έχει σχήμα κυρτό
  2. (για κάποιο αντικείμενο, πράγμα κ.λπ.) λαμβάνω σχήμα κυρτό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.