αμφίκυρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφίκυρτος | η | αμφίκυρτη | το | αμφίκυρτο |
| γενική | του | αμφίκυρτου | της | αμφίκυρτης | του | αμφίκυρτου |
| αιτιατική | τον | αμφίκυρτο | την | αμφίκυρτη | το | αμφίκυρτο |
| κλητική | αμφίκυρτε | αμφίκυρτη | αμφίκυρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφίκυρτοι | οι | αμφίκυρτες | τα | αμφίκυρτα |
| γενική | των | αμφίκυρτων | των | αμφίκυρτων | των | αμφίκυρτων |
| αιτιατική | τους | αμφίκυρτους | τις | αμφίκυρτες | τα | αμφίκυρτα |
| κλητική | αμφίκυρτοι | αμφίκυρτες | αμφίκυρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμφίκυρτος < → λείπει η ετυμολογία
.svg.png.webp)
με τον αριθμό 1 υποδεικνύεται ένας αμφίκυρτος (1) φακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.