ανακύρτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακύρτωση | οι | ανακυρτώσεις |
| γενική | της | ανακύρτωσης* | των | ανακυρτώσεων |
| αιτιατική | την | ανακύρτωση | τις | ανακυρτώσεις |
| κλητική | ανακύρτωση | ανακυρτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυρτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακύρτωση < ανακυρτώνω + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανακυρτώνω, ανά και κυρτός
Μεταφράσεις
ανακύρτωση
|
|
- ανακύρτωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.