κρηπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρηπίδα | οι | κρηπίδες |
| γενική | της | κρηπίδας | των | κρηπίδων |
| αιτιατική | την | κρηπίδα | τις | κρηπίδες |
| κλητική | κρηπίδα | κρηπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρηπίδα < αρχαία ελληνική κρηπίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾiˈpi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρη‐πί‐δα
Ουσιαστικό
κρηπίδα θηλυκό
- η επίπεδη επιφάνεια που έχει κτιστεί με πέτρες στην όχθη ενός ποταμιού, η προκυμαία
- (συνεκδοχικά) η λιθόστρωτη όχθη ή προκυμαία
- το βάθρο ή υπόβαθρο το οποίο ενισχύει την αντοχή ενός οικοδομήματος
- το χτισμένο σκαλοπάτι, κυρίως μπροστά στην Αγία Τράπεζα
- το μέρος του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται κοντά στην ακτή, η υφαλοκρηπίδα
- (αρχιτεκτονική) το κρηπίδωμα στην αρχαία αρχιτεκτονική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.