κρηπίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρηπίδα οι κρηπίδες
      γενική της κρηπίδας των κρηπίδων
    αιτιατική την κρηπίδα τις κρηπίδες
     κλητική κρηπίδα κρηπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρηπίδα < αρχαία ελληνική κρηπίς

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾiˈpi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρηπίδα

Ουσιαστικό

κρηπίδα θηλυκό

  1. η επίπεδη επιφάνεια που έχει κτιστεί με πέτρες στην όχθη ενός ποταμιού, η προκυμαία
  2. (συνεκδοχικά) η λιθόστρωτη όχθη ή προκυμαία
  3. το βάθρο ή υπόβαθρο το οποίο ενισχύει την αντοχή ενός οικοδομήματος
  4. το χτισμένο σκαλοπάτι, κυρίως μπροστά στην Αγία Τράπεζα
  5. το μέρος του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται κοντά στην ακτή, η υφαλοκρηπίδα
  6. (αρχιτεκτονική) το κρηπίδωμα στην αρχαία αρχιτεκτονική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.