όχθη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όχθη | οι | όχθες |
| γενική | της | όχθης | των | (οχθών) |
| αιτιατική | την | όχθη | τις | όχθες |
| κλητική | όχθη | όχθες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όχθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχθη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.xθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐χθη
Ουσιαστικό
όχθη θηλυκό
- όχτος (λαϊκότροπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.