όχθη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όχθη οι όχθες
      γενική της όχθης των (οχθών)
    αιτιατική την όχθη τις όχθες
     κλητική όχθη όχθες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όχθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄχθη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.xθi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όχθη

Ουσιαστικό

όχθη θηλυκό

  1. (γεωλογία) μέρος της ξηράς που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας κ.λπ.)
  2. (μεταφορικά) παράταξη, μεριά, πλευρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.