υφαλοκρηπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υφαλοκρηπίδα | οι | υφαλοκρηπίδες |
| γενική | της | υφαλοκρηπίδας | των | υφαλοκρηπίδων |
| αιτιατική | την | υφαλοκρηπίδα | τις | υφαλοκρηπίδες |
| κλητική | υφαλοκρηπίδα | υφαλοκρηπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- υφαλοκρηπίδα < ύφαλος + -ο- + κρηπίδα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική piattaforma continentale: ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα)
Ουσιαστικό
υφαλοκρηπίδα θηλυκό
Μεταφράσεις
υφαλοκρηπίδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.