υπόβαθρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόβαθρο τα υπόβαθρα
      γενική του υποβάθρου
& υπόβαθρου
των υποβάθρων
    αιτιατική το υπόβαθρο τα υπόβαθρα
     κλητική υπόβαθρο υπόβαθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόβαθρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόβαθρον (στήριγμα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + βάθρο

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.va.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπόβαθρο

Ουσιαστικό

υπόβαθρο ουδέτερο

  1. οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από ένα σώμα ή ένα κατασκεύασμα και χρησιμοποιείται ως βάση στήριξής του
     συνώνυμα: θεμέλιο, υποστήριγμα
  2. (μεταφορικά) οι παράγοντες (χαρακτήρας, συνθήκες και καταστάσεις, γνώσεις και εμπειρίες) που καθορίζουν την προσωπικότητα και το πολιτιστικό επίπεδο ενός ατόμου
  3. (μεταφορικά) οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν ένα φαινόμενο ή, γενικότερα, την ανάπτυξη
     συνώνυμα: πλαίσιο, φόντο
  4. καθετί που λειτουργεί ως βάση για την ύπαρξη ή την ανάπτυξη κάποιου άλλου
  5. (γεωλογία) το σκληρό και στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω άλλα πιο χαλαρά υλικά, όπως άμμο, ιλύ, άργιλο, ιζήματα

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.