κρηπιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρηπιδώνω < ελληνιστική κοινή κρηπιδόω + -ώνω < αρχαία ελληνική κρηπίς
Συγγενικά
- ακρηπίδωτος
- κρηπίδωμα
- κρηπιδωμένος
- → δείτε τη λέξη κρηπίδα
Μεταφράσεις
κρηπιδώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.