σκαλοπάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαλοπάτι τα σκαλοπάτια
      γενική του σκαλοπατιού των σκαλοπατιών
    αιτιατική το σκαλοπάτι τα σκαλοπάτια
     κλητική σκαλοπάτι σκαλοπάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαλοπάτι < σκάλ(α) + -ο- + πατ(ώ) + [1]
Σκαλοπάτια που οδηγούν στο νερό.

Ουσιαστικό

σκαλοπάτι ουδέτερο

  1. η καθεμιά από τις οριζόντιες δοκούς ή επίπεδα τμήματα μιας σκάλας, εκεί όπου πατάει κάποιος το πόδι του για να την ανεβεί
  2. (μουσική) βαθμίδα μιας ανιούσας ή κατιούσας κλίμακας ή ιεραρχίας
  3. (γεωπονία) καλλιεργήσιμη αναβαθμίδα σε λόφο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.