ακρηπίδωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακρηπίδωτος | η | ακρηπίδωτη | το | ακρηπίδωτο |
| γενική | του | ακρηπίδωτου | της | ακρηπίδωτης | του | ακρηπίδωτου |
| αιτιατική | τον | ακρηπίδωτο | την | ακρηπίδωτη | το | ακρηπίδωτο |
| κλητική | ακρηπίδωτε | ακρηπίδωτη | ακρηπίδωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακρηπίδωτοι | οι | ακρηπίδωτες | τα | ακρηπίδωτα |
| γενική | των | ακρηπίδωτων | των | ακρηπίδωτων | των | ακρηπίδωτων |
| αιτιατική | τους | ακρηπίδωτους | τις | ακρηπίδωτες | τα | ακρηπίδωτα |
| κλητική | ακρηπίδωτοι | ακρηπίδωτες | ακρηπίδωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρηπίδα
Μεταφράσεις
ακρηπίδωτος
|
|
Αναφορές
- ακρηπίδωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.