κρηπίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρηπίδωμα | τα | κρηπιδώματα |
| γενική | του | κρηπιδώματος | των | κρηπιδωμάτων |
| αιτιατική | το | κρηπίδωμα | τα | κρηπιδώματα |
| κλητική | κρηπίδωμα | κρηπιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρηπίδωμα < κρηπίς + -ωμα
Ουσιαστικό
κρηπίδωμα ουδέτερο
- βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ένα οικοδόμημα, κτίσμα ή μια μηχανή
- η αποβάθρα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς
- το ακριανό κομμάτι της προκυμαίας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.