κρηπιδότοιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρηπιδότοιχος οι κρηπιδότοιχοι
      γενική του κρηπιδότοιχου των κρηπιδότοιχων
    αιτιατική τον κρηπιδότοιχο τους κρηπιδότοιχους
     κλητική κρηπιδότοιχε κρηπιδότοιχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρηπιδότοιχος < κρηπίδ(α) + -ο- + τοίχος

Ουσιαστικό

κρηπιδότοιχος ουδέτερο

  • τοίχος που προστατεύει από κύματα κατά μήκος προβλήτα
      Προστασία, κατά μήκος, του πόδα του κρηπιδότοιχου και της λιθορριπής έδρασης με τη χρήση τεχνητών ογκολίθων ποδός και πρίσματος λιθορριπής θωράκισης κατάλληλης διαβάθμισης, για μήκος 35μ (Επισκευή Κρηπιδότοιχων, Λιμένας Νήσου Καλύμνου, αναφέρεται σε έργο που υλοποιήθηκε το 2010, ανακτήθηκε 28/11/2021 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.