ακτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτή οι ακτές
      γενική της ακτής των ακτών
    αιτιατική την ακτή τις ακτές
     κλητική ακτή ακτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτή < αρχαία ελληνική ἀκτή
μια έρημη ακτή

Ουσιαστικό

ακτή θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.