κουδούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουδούνι | τα | κουδούνια |
| γενική | του | κουδουνιού | των | κουδουνιών |
| αιτιατική | το | κουδούνι | τα | κουδούνια |
| κλητική | κουδούνι | κουδούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Διάφορα είδη από κουδούνια.
Ετυμολογία
- κουδούνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουδούνι(ν) < κωδώνιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κώδων[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈðu.ni/
Ουσιαστικό
κουδούνι ουδέτερο
- μικρή καμπανούλα
- ※ Κι ὕστερα ἀκούστηκαν μακριὰ τὰ κουδούνια τῶν κοπαδιῶν. Εἶναι οἱ βλάχοι. Δικό τους θὰ εἶναι τὸ μεγάλο κοπάδι ποὺ βόσκει. Ἄκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ ὅπως τ’ ἄστρα, ὅπως οι γρῦλοι.
- → και δείτε τη λέξη τροκάνα
- ηλεκτρική συσκευή με κουμπί που παράγει ήχο. Τοποθετείται κοντά σε εξώπορτα σπιτιού ή στην είσοδο των κτιρίων
- ↪ Χτυπάω το κουδούνι και δεν μου ανοίγει την πόρτα κανείς: θα λείπουν φαίνεται...
Εκφράσεις
- το κεφάλι μου έγινε κουδούνι
- κρεμάω κουδούνια
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
κουδουν-
κουδουν-
- κουδούνα (μεγεθυντικό)
- κουδουνάρα (δυο φορές μεγεθυντικό)
- κουδουνάκι (υποκοριστικό)
Συγγενικά
- ακούδουνος
- ασημοκουδουνάτος
- βαρυκούδουνος
- βροντοκουδουνίζω
- βροντοκούδουνος
- γερακοκούδουνος
- γλυκοκουδουνίζω
- κουδουνάδικο
- κουδουναραίος, κουδουναραίοι
- κουδουνάς
- κουδουνάτος
- κουδουνάω / κουδουνώ
- κουδουνητό
- κουδουνιά
- κουδουνίζω, κουδουνίζομαι
- κουδούνισμα
- κουδουνισμός
- κουδουνιστά (επίρρημα)
- κουδουνιστής
- κουδουνιστός
- κουδουνίστρα
- κουδουνολάσι
- κουδουνοστόλιστος
- κουδουνοφόρος
- νυχτοκυπροκούδουνα (πληθυντικός)
- ξεκουδουνίζω
- χαλκοκούδουνος
και
- -κούδουνο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κούδουνο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -κούδουνο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
κουδούνι
|
Αναφορές
- κουδούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
κουδούνι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κουδούνιν, κουδούνιον → δείτε τη λέξη κωδώνιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.