timbre

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

timbre (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
timbre timbres

timbre (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) το ηχόχρωμα
  2. το γραμματόσημο, το ένσημο
  3. σφραγίδα πάνω σε φάκελο ή δέμα που αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα αναχώρησης

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.