timbre
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| timbre | timbres |
timbre (fr) αρσενικό
- (μουσική) το ηχόχρωμα
-
- (παρωχημένο) μέρος ενός κράνους που προστάτευε το κρανίο
- (εραλδική) κράνος ή άλλο σχέδιο στο πάνω μέρος του οικόσημου που δείχνει την ιδιότητα αυτού στον οποίο ανήκει
- το γραμματόσημο, το ένσημο
- σφραγίδα πάνω σε φάκελο ή δέμα που αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα αναχώρησης
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.