κουδουνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουδουνοφόρος | η | κουδουνοφόρα & κουδουνοφόρος |
το | κουδουνοφόρο |
| γενική | του | κουδουνοφόρου | της | κουδουνοφόρας & κουδουνοφόρου |
του | κουδουνοφόρου |
| αιτιατική | τον | κουδουνοφόρο | την | κουδουνοφόρα & κουδουνοφόρο |
το | κουδουνοφόρο |
| κλητική | κουδουνοφόρε | κουδουνοφόρα & κουδουνοφόρε |
κουδουνοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουδουνοφόροι | οι | κουδουνοφόρες & κουδουνοφόροι |
τα | κουδουνοφόρα |
| γενική | των | κουδουνοφόρων | των | κουδουνοφόρων | των | κουδουνοφόρων |
| αιτιατική | τους | κουδουνοφόρους | τις | κουδουνοφόρες & κουδουνοφόρους |
τα | κουδουνοφόρα |
| κλητική | κουδουνοφόροι | κουδουνοφόρες & κουδουνοφόροι |
κουδουνοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουδουνοφόρος < κουδούν(ι) + -ο- + -φόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ðu.noˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐δου‐νο‐φό‐ρος
Επίθετο
κουδουνοφόρος, -α/(-ος), -ο
- που φέρει κουδούνι / κουδούνια
- ※ Κι εκεί ο εξηγηματικός λόγος του Χρήστου, χειμαρρώδης, βάθαινε και πλάταινε, ενώ έφτανε στα αυτιά μας κατά κύματα ο απόηχος από τις αρμαθιές των κουδουνιών, με τα οποία οιστρηλατημένοι οι κουδουνοφόροι της Αποκριάς, στους δρόμους του Σοχού, εξόρκιζαν αποτροπαϊκά επιταχύνοντας την άνοιξη (Ζυράννα Ζατέλη, Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου: Ξυλογλυπτική του Χρήστου Καρακόλη και ένα κείμενο του Χρήστου Μπουλώτη, εκδ. Καστανιώτη, 2006)
- ≈ συνώνυμα: κουδουνάτος (επίθετο, κουδουναραίος, κουδουναραίοι (ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
κουδουνοφόρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.