τροκάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροκάνα οι τροκάνες
      γενική της τροκάνας των (τροκανών)
    αιτιατική την τροκάνα τις τροκάνες
     κλητική τροκάνα τροκάνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τροκάνα

Ετυμολογία

τροκάνα < (ηχομιμητική λέξη) + -άνα κατά το ροκάνα[1]

Ουσιαστικό

τροκάνα θηλυκό

  1. μεγάλο και χονδρό κουδούνι για ζώα (γίδια, πρόβατα) για να μπορούν να τα εντοπίσουν οι βοσκοί αν απομακρυνθούν από το κοπάδι
  2. συνώνυμο του ροκάνα, ξύλινο κρόταλο

Παράγωγα

Συνώνυμα

για το κουδούνι αιγοπροβάτων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.