κουδουνάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουδουνάρα | οι | κουδουνάρες |
| γενική | της | κουδουνάρας | — | |
| αιτιατική | την | κουδουνάρα | τις | κουδουνάρες |
| κλητική | κουδουνάρα | κουδουνάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουδουνάρα < κουδούν(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ðuˈna.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐δου‐νά‐ρα
Ουσιαστικό
κουδουνάρα θηλυκό
Συγγενικά
- κουδουναραίος, κουδουναραίοι
- → δείτε τη λέξη κουδούνι
Μεταφράσεις
κουδουνάρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.