κουδούνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουδούνισμα | τα | κουδουνίσματα |
| γενική | του | κουδουνίσματος | των | κουδουνισμάτων |
| αιτιατική | το | κουδούνισμα | τα | κουδουνίσματα |
| κλητική | κουδούνισμα | κουδουνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουδούνισμα < κουδουνίζω + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈðu.ni.zma/
Ουσιαστικό
κουδούνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουδουνίζω
- ※ Αναστέναξε και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Στο τρίτο κουδούνισμα σήκωσε το ακουστικό. (Μάκης Πανώριος, Ηθοποιός [διήγημα])
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κουδουνίζω και κουδούνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.