κώδων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κώδων οἱ κώδωνες
      γενική τοῦ κώδωνος τῶν κωδώνων
      δοτική τῷ κώδων τοῖς κώδωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κώδων τοὺς κώδωνᾰς
     κλητική ! κώδων κώδωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώδωνε
γεν-δοτ τοῖν  κωδώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κώδων < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κώδων, -ωνος αρσενικό

  1. κουδούνι
  2. καμπάνα
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος που κάνει θόρυβο
  4. (μεταφορικά) το πλατύ τμήμα της σάλπιγγας

Συγγενικά

  • ἀκωδώνιστος
  • ἀνακωδωνίζω
  • διακωδωνίζω
  • ἐκκωδωνίζω
  • κωδώνιον (> κουδούνι)
  • κωδωνίζω
  • κωδωνόκροτος
  • κωδωνοφαλαρόπωλος
  • κωδωνοφορέω
  • περικωδωνίσαι
  • προκωδωνίξω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.