καμπανούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπανούλα οι καμπανούλες
      γενική της καμπανούλας
    αιτιατική την καμπανούλα τις καμπανούλες
     κλητική καμπανούλα καμπανούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καμπανούλα των Ορειάδων (Campanula oreadum') «αλπικό φυτό».

Ετυμολογία

καμπανούλα < καμπάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

καμπανούλα θηλυκό

  1. υποκοριστικό του καμπάνα
     συνώνυμα: καμπανίτσα
  2. (βοτανική, λουλούδι) είδος λουλουδιού (Campanula spatulata)
     συνώνυμα: κωδωνανθός, καμπανανθός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καμπάνα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καμπάνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.