κουδουνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουδουνίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωδωνίζω < αρχαία ελληνική κώδων
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ðuˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐δου‐νί‐ζω
Ρήμα
κουδουνίζω, πρτ.: κουδούνιζα, αόρ.: κουδούνισα (χωρίς παθητική φωνή)
Εκφράσεις
- κουδουνίζει η τσέπη του: έχει πολλά λεφτά
- κουδουνίζει το κεφάλι μου: έχω πολλές σκοτούρες (ή απλώς πονοκέφαλο)
Συγγενικά
- κουδούνισμα
- κουδουνίστρα
- → δείτε τη λέξη κουδούνι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουδουνίζω | κουδούνιζα | θα κουδουνίζω | να κουδουνίζω | κουδουνίζοντας | |
| β' ενικ. | κουδουνίζεις | κουδούνιζες | θα κουδουνίζεις | να κουδουνίζεις | κουδούνιζε | |
| γ' ενικ. | κουδουνίζει | κουδούνιζε | θα κουδουνίζει | να κουδουνίζει | ||
| α' πληθ. | κουδουνίζουμε | κουδουνίζαμε | θα κουδουνίζουμε | να κουδουνίζουμε | ||
| β' πληθ. | κουδουνίζετε | κουδουνίζατε | θα κουδουνίζετε | να κουδουνίζετε | κουδουνίζετε | |
| γ' πληθ. | κουδουνίζουν(ε) | κουδούνιζαν κουδουνίζαν(ε) |
θα κουδουνίζουν(ε) | να κουδουνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουδούνισα | θα κουδουνίσω | να κουδουνίσω | κουδουνίσει | ||
| β' ενικ. | κουδούνισες | θα κουδουνίσεις | να κουδουνίσεις | κουδούνισε | ||
| γ' ενικ. | κουδούνισε | θα κουδουνίσει | να κουδουνίσει | |||
| α' πληθ. | κουδουνίσαμε | θα κουδουνίσουμε | να κουδουνίσουμε | |||
| β' πληθ. | κουδουνίσατε | θα κουδουνίσετε | να κουδουνίσετε | κουδουνίστε | ||
| γ' πληθ. | κουδούνισαν κουδουνίσαν(ε) |
θα κουδουνίσουν(ε) | να κουδουνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουδουνίσει | είχα κουδουνίσει | θα έχω κουδουνίσει | να έχω κουδουνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουδουνίσει | είχες κουδουνίσει | θα έχεις κουδουνίσει | να έχεις κουδουνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουδουνίσει | είχε κουδουνίσει | θα έχει κουδουνίσει | να έχει κουδουνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουδουνίσει | είχαμε κουδουνίσει | θα έχουμε κουδουνίσει | να έχουμε κουδουνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουδουνίσει | είχατε κουδουνίσει | θα έχετε κουδουνίσει | να έχετε κουδουνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουδουνίσει | είχαν κουδουνίσει | θα έχουν κουδουνίσει | να έχουν κουδουνίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.