κουδουνάτος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουδουνάτος < κουδούν(α) / κουδούν(ι) + -άτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.ðuˈna.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουδουνάτος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουδουνάτος η κουδουνάτη το κουδουνάτο
      γενική του κουδουνάτου της κουδουνάτης του κουδουνάτου
    αιτιατική τον κουδουνάτο την κουδουνάτη το κουδουνάτο
     κλητική κουδουνάτε κουδουνάτη κουδουνάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουδουνάτοι οι κουδουνάτες τα κουδουνάτα
      γενική των κουδουνάτων των κουδουνάτων των κουδουνάτων
    αιτιατική τους κουδουνάτους τις κουδουνάτες τα κουδουνάτα
     κλητική κουδουνάτοι κουδουνάτες κουδουνάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κουδουνάτος, -η, -ο [1]

  • που φοράει κουδούνι/α (ιδίως για ζώα)
      [από μοιρολόι] μον διάλεξε και πήρεκε το κουδουνάτο κριάρι
    που ήτα το σουρταριάρικο κείνο το κουδουνάτο
    Ραζέλου, Στ. Π. Προοίμια μοιρολογίων λακωνικών συλλεγέντα υπό της κυρίας Στ. Π. Ραζέλου. Εν Αθήναις:τύποις Λακωνίας, 1870, σελ.12@books.google)
     συνώνυμα: κουδουνοφόρος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κουδούνι

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουδουνάτος οι κουδουνάτοι
      γενική του κουδουνάτου των κουδουνάτων
    αιτιατική τον κουδουνάτο τους κουδουνάτους
     κλητική κουδουνάτε κουδουνάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κουδουνάτος αρσενικό [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.