συναναστροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναναστροφή | οι | συναναστροφές |
| γενική | της | συναναστροφής | των | συναναστροφών |
| αιτιατική | τη | συναναστροφή | τις | συναναστροφές |
| κλητική | συναναστροφή | συναναστροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναναστροφή < αρχαία ελληνική συναναστροφή
Ουσιαστικό
συναναστροφή θηλυκό
- η ύπαρξη σχέσης με άλλο ή άλλα άτομα και η συχνή συνεύρεση με αυτά
- (συνεκδοχικά) η συνεύρεση με φιλικά άτομα συνήθως για διασκέδαση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συναναστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.