συναναστροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναναστροφή οι συναναστροφές
      γενική της συναναστροφής των συναναστροφών
    αιτιατική τη συναναστροφή τις συναναστροφές
     κλητική συναναστροφή συναναστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναναστροφή < αρχαία ελληνική συναναστροφή

Ουσιαστικό

συναναστροφή θηλυκό

  1. η ύπαρξη σχέσης με άλλο ή άλλα άτομα και η συχνή συνεύρεση με αυτά
  2. (συνεκδοχικά) η συνεύρεση με φιλικά άτομα συνήθως για διασκέδαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.