συνομιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνομιλία | οι | συνομιλίες |
| γενική | της | συνομιλίας | των | συνομιλιών |
| αιτιατική | τη | συνομιλία | τις | συνομιλίες |
| κλητική | συνομιλία | συνομιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνομιλία < ελληνιστική κοινή συνομιλία < συνομιλῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conversation)
Ουσιαστικό
συνομιλία θηλυκό
- διάλογος ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ή δυο συνδιαλεγόμενα μέρη
- με τη φίλη σου είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία
- οι συνομιλίες ανάμεσα στις δυο χώρες ευτυχώς κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης
Μεταφράσεις
συνομιλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.