παλιοκοινωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιοκοινωνία | οι | παλιοκοινωνίες |
| γενική | της | παλιοκοινωνίας | των | παλιοκοινωνιών |
| αιτιατική | την | παλιοκοινωνία | τις | παλιοκοινωνίες |
| κλητική | παλιοκοινωνία | παλιοκοινωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παλιοκοινωνία θηλυκό
- χαρακτηρισμός που δηλώνει το παράπονο ή την αγανάκτηση κάποιου για την κοινωνία και την αδικία που τη χαρακτηρίζει
- ※ Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία, / ούτε στιγμή δεν έζησα με δίχως αγωνία (Από τραγούδι τού 1951 σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη και στίχους των Γιώργου Γιαννακόπουλου και Μίμη Τραϊφόρου)
Μεταφράσεις
παλιοκοινωνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.