ενδοεπικοινωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοεπικοινωνία οι ενδοεπικοινωνίες
      γενική της ενδοεπικοινωνίας των ενδοεπικοινωνιών
    αιτιατική την ενδοεπικοινωνία τις ενδοεπικοινωνίες
     κλητική ενδοεπικοινωνία ενδοεπικοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοεπικοινωνία < ενδο- + επικοινωνία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercommunication

Ουσιαστικό

ενδοεπικοινωνία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.