τηλεπικοινωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπικοινωνία οι τηλεπικοινωνίες
      γενική της τηλεπικοινωνίας των τηλεπικοινωνιών
    αιτιατική την τηλεπικοινωνία τις τηλεπικοινωνίες
     κλητική τηλεπικοινωνία τηλεπικοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεπικοινωνία < τηλ- + επικοινωνία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télécommunication

Ουσιαστικό

τηλεπικοινωνία θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.