κλειδί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλειδί | τα | κλειδιά |
| γενική | του | κλειδιού | των | κλειδιών |
| αιτιατική | το | κλειδί | τα | κλειδιά |
| κλητική | κλειδί | κλειδιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κλειδί σπιτιού.

Κλειδί αυτοκινήτου.

Το κλειδί του σολ.

Τα κλειδιά ενός μαντολίνου.
Ετυμολογία
- κλειδί < μεσαιωνική ελληνική κλειδί(ν) < αρχαία ελληνική κλειδίον, υποκοριστικό του κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
Ουσιαστικό
κλειδί ουδέτερο
- μικρό μεταλλικό αντικείμενο που ανοίγει ή κλείνει μια κλειδαριά σε πόρτα, συρτάρι, κλπ.
- κρίσιμο στοιχείο, πχ. για τη λύση ενός προβλήματος ή την κατανόηση μιας κατάστασης
- εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα βιδών ή εξαρτημάτων μηχανισμών
- (μουσική) σημείο που γράφεται στην αρχή του πενταγράμμου και δείχνει τη γραμμή όπου γράφεται η ομώνυμη νότα
- το κλειδί του σολ σημειώνεται στη δεύτερη γραμμή
- (μουσική) εξαρτήματα έγχορδου μουσικού οργάνου που χρησιμοποιούνται για το χόρδισμά του
- (ναυτικός όρος): προσθαφαιρετό τμήμα αλυσίδας, ιδιαίτερα της καδένας της άγκυρας
- ο χειροκίνητος ή ηλεκτρικός μοχλός αλλαγής κατεύθυνσης σιδηροδρομικής γραμμής
- (πληροφορική) παράμετρος ενός αλγορίθμου για την κρυπτογράφηση ή αποκρυπτογράφηση
- (πληροφορική) τιμή (πχ. κωδικός αριθμός) μοναδική για τον εντοπισμό συγκεκριμένης οντότητας (πχ. εγγραφής, τιμής) μέσα σε μια δομή δεδομένων (πχ. αρχείο)
- (βάσεις δεδομένων) το υποψήφιο κλειδί[1]
- Δεν μπορεί η τιμή ενός γνωρίσματος που είναι κλειδί ή μέρος ενός κλειδιού (για σύνθετα κλειδιά) να έχει την τιμή NULL[1]
- Δείτε επίσης στις βάσεις δεδομένων τους όρους : εξωτερικό κλειδί ή ξένο κλειδί, πρωτεύον κλειδί ή κύριο κλειδί, σύνθετο κλειδί, υπερκλειδί
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
-
κλειδί στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κλειδί
|
Αναφορές
- Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 21-22, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.