κλειδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλειδάκι τα κλειδάκια
      γενική
    αιτιατική το κλειδάκι τα κλειδάκια
     κλητική κλειδάκι κλειδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλειδάκι < υποκοριστικό του κλειδί

Ουσιαστικό

κλειδάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.