κύριο κλειδί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κύριο κλειδί <  δείτε τις λέξεις κύριο και κλειδί

Πολυλεκτικός όρος

κύριο κλειδί

  • (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο πρωτεύον κλειδί. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «πρωτεύον κλειδί»

Συνώνυμα

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.