κλείδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλείδα | οι | κλείδες |
| γενική | της | κλείδας | των | κλειδών |
| αιτιατική | την | κλείδα | τις | κλείδες |
| κλητική | κλείδα | κλείδες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κλείδα θηλυκό
- κλειδί, μέθοδος
- (ανατομία) το καθένα από τα δύο επιμήκη οστά του άνω τμήματος του θώρακα που ενώνουν τις ωμοπλάτες με το στέρνο
- Η κλείδα έχει δύο άκρα· το ένα είναι κυκλικό και την ενώνει με το στέρνο και το άλλο λέγεται ακρωμιακό και είναι πεπλατυσμένο. Η πάνω επιφάνεια είναι λεία και έχει ένα φύμα με το οποίο συνδέεται ο κλειδοστερνικός σύνδεσμος.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
