μπουζόκλειδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουζόκλειδο τα μπουζόκλειδα
      γενική του μπουζόκλειδου των μπουζόκλειδων
    αιτιατική το μπουζόκλειδο τα μπουζόκλειδα
     κλητική μπουζόκλειδο μπουζόκλειδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπουζόκλειδο

Ετυμολογία

μπουζόκλειδο < μπουζ(ί) + -ο- + κλειδ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

μπουζόκλειδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.