αντικλείδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικλείδι τα αντικλείδια
      γενική του αντικλειδιού των αντικλειδιών
    αιτιατική το αντικλείδι τα αντικλείδια
     κλητική αντικλείδι αντικλείδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικλείδι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντικλείδι ουδέτερο

  1. δεύτερο κλειδί που ανοίγει την ίδια πόρτα με ένα άλλο
    έβγαλε αντικλείδι από την πόρτα του σπιτιού μου και έτσι μπορεί να μπαίνει όποτε θέλει
  2. κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες, πασπαρτού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.