κλειδάριθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλειδάριθμος οι κλειδάριθμοι
      γενική του κλειδάριθμου
& κλειδαρίθμου
των κλειδάριθμων
& κλειδαρίθμων
    αιτιατική τον κλειδάριθμο τους κλειδάριθμους
& κλειδαρίθμους
     κλητική κλειδάριθμε κλειδάριθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλειδάριθμος < κλειδ- + αριθμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική key number

Προφορά

ΔΦΑ : /kliˈða.ɾi.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλειδάριθμος

Ουσιαστικό

κλειδάριθμος αρσενικό

  1. (πληροφορική, διαδίκτυο) code number μοναδικός αριθμός ταυτοποίησης με το πρόσωπο ενός ατόμου, ο οποίος του επιτρέπει να έχει πρόσβαση ηλεκτρονικά στα φορολογικά του μέσω του ίντερνετ
      Η χορήγηση κλειδαρίθμου ηλεκτρονικά γίνεται κατόπιν πιστοποίησης ότι είστε κάτοχος του αριθμού κινητού τηλεφώνου που θα δηλώσετε, από την τράπεζα ή τον πάροχο κινητής τηλεφωνίας σας.
    Ηλεκτρονική Εγγραφή στο TAXISnet. Προσπέλαση 2020-05-07
     δείτε τον αγγλικό όρο passkey (όχι login password)
  2. (πληροφορική) passkey: ο κωδικός πρόσβασης για ειδική χρήση, που έχει δικαίωμα στη δημιουργία και μεταβολή του ονόματος χρήστη (username) και τού κωδικού πρόσβασής του (password)
  3. ο κωδικός που ξεκλειδώνει ένα αντικείμενο αποθήκευσης (όπως μια βαλίτσα)
  4. ένα σύνολο από συνθηματικούς κωδικούς, που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.