απαγόρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαγόρευση | οι | απαγορεύσεις |
| γενική | της | απαγόρευσης* | των | απαγορεύσεων |
| αιτιατική | την | απαγόρευση | τις | απαγορεύσεις |
| κλητική | απαγόρευση | απαγορεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απαγορεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαγόρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαγόρευ(σις) + -ση
Μεταφράσεις
απαγόρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.