ανοιγοκλείσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανοιγοκλείσιμο | τα | ανοιγοκλεισίματα |
| γενική | του | ανοιγοκλεισίματος | των | ανοιγοκλεισιμάτων |
| αιτιατική | το | ανοιγοκλείσιμο | τα | ανοιγοκλεισίματα |
| κλητική | ανοιγοκλείσιμο | ανοιγοκλεισίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ανοιγόκλειμα
- ανοιγόκλεισμα
Συνώνυμα
- ανοιγοσφάλισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ανοιγοκλείνω
Μεταφράσεις
ανοιγοκλείσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.