τελείωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελείωμα τα τελειώματα
      γενική του τελειώματος των τελειωμάτων
    αιτιατική το τελείωμα τα τελειώματα
     κλητική τελείωμα τελειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελείωμα < αρχαία ελληνική τελείωμα

Ουσιαστικό

τελείωμα

  1. άλλη γραφή του τέλειωμα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τελείωμα < τελειόω (τελειῶ)

Ουσιαστικό

τελείωμα ουδέτερο

  1. λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.