πρόσβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσβαση οι προσβάσεις
      γενική της πρόσβασης* των προσβάσεων
    αιτιατική την πρόσβαση τις προσβάσεις
     κλητική πρόσβαση προσβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσβασις[1] < προσβαίνω < πρός (προσ-) + βαίνω

Ουσιαστικό

πρόσβαση θηλυκό

  1. η είσοδος
  2. το πλησίασμα
  3. η προσέγγιση

Συγγενικά

  • προσβαίνω (αρχαία ελληνικά, νεολογισμός πληροφορικής)
  • προσπελάζω

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.