-ιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ιμο | τα | -ίματα |
| γενική | του | -ίματος | των | -ιμάτων |
| αιτιατική | το | -ιμο | τα | -ίματα |
| κλητική | -ιμο | -ίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθημα
-ιμο ουδέτερο και σε '-σιμο, -ξιμο, -ψιμο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιμο στο Βικιλεξικό
Πηγές
- -ιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.